λιγδιασμένος

λιγδιασμένος
η,, ο[ν] засаленный, замасленный, замусоленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λιγδιασμένος" в других словарях:

  • καταλίπαρος — καταλίπαρος, ον (Α) πολύ λιπαρός, λιγδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • λιγδιάζω — λιγδιάζω, λίγδιασα, λιγδιασμένος βλ. πίν. 35 και πρβλ. λιγδώνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλιτζιάζω — γλίτζιασα, γλιτζιασμένος, και γλιτσιάζω γλίτσιασα, γλιτσιασμένος 1. έχω γλίτζα: Γλίτσιασε το κρέας. 2. είμαι λιγδιασμένος: Γλίτζιασαν τα χέρια μου από τα λάδια της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιγδιάζω — λίγδιασα, λιγδιάστηκα, λιγδιασμένος, λερώνω με λίγδα, λιγδώνω: Τα χέρια μου λιγδιάστηκαν από το βούτυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»